- ἔρτις
- ἔρτις· κρημνός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αέρτιτος — ἀέρτιτος, ον λ. άγνωστης σημασίας, που χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή (a e ti to) ως προσδιορισμός κάποιας ιδιότητας τού λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *ερτιτος < ουσ. ἔρτις «είδος βοτάνου» πρβλ. λ. ἐρτί(F)φις] … Dictionary of Greek